pillory$60902$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pillory$60902$ - translation to ελληνικό

WHIPPING-POST
Pranger; Pillories; Barrel pilory; Barrel pillory; Whipping-post; Red Hannah; Whipping post; Pilloried; Barrel-shirt; The pillory; Pillary; Whipping Post
  • A pillory at the Medieval Market in [[Turku]], Finland
  • John Waller]] who was killed while being pilloried in London in 1732
  •  1808}}
  • New Castle County]] Jail, Delaware, 1907. The pillory sits in an elevated position to increase its visibility, while the whipping post is at ground level to provide more room for the whipper.
  • Pillory from [[Dalarna]] Region, Sweden (Nordic Museum, Stockholm)
  • The [[Vere Street Coterie]] at the pillory in 1810
  • The 17th-century perjurer [[Titus Oates]] in a pillory

pillory      
n. κύφων, κλοιός

Ορισμός

pillory
¦ noun (plural pillories) a wooden framework with holes for the head and hands, in which offenders were formerly imprisoned and exposed to public abuse.
¦ verb (pillories, pillorying, pilloried)
1. put in a pillory.
2. attack or ridicule publicly.
Origin
ME: from OFr. pilori, prob. from Provencal espilori (perh. related to a Catalan word meaning 'peephole').

Βικιπαίδεια

Pillory

The pillory is a device made of a wooden or metal framework erected on a post, with holes for securing the head and hands, formerly used for punishment by public humiliation and often further physical abuse. The pillory is related to the stocks.